Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

ΨΗΦΙΣΜΑ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

ΨΗΦΙΣΜΑ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
Με την λήξη των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων χρηματοδότησης (ΕΠΕΑΕΚ) ένα μεγάλο κύμα συμβασιούχων εργαζομένων, που επί σειρά ετών στελέχωναν τα ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας , απολύονται. Πρόκειται για τους ανθρώπους που ανέλαβαν την υλοποίηση νέων υπηρεσιών στα ιδρύματα αλλά ταυτόχρονα κάλυψαν και πάγιες ανάγκες που ήδη υπήρχαν. Για τον λόγο αυτό, η απομάκρυνση των υπαλλήλων δεν συνεπάγεται μόνο την αναστολή κάθε αναπτυξιακής διαδικασίας αλλά και την συνολική υποβάθμιση των υπηρεσιών που παρείχαν. Συγκεκριμένα στο Πολυτεχνείο Κρήτης πλήττονται υπηρεσίες όπως το Γραφείο Διασύνδεσης, η Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης και το νεοσύστατο τμήμα της Αρχιτεκτονικής, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων είναι συμβασιούχοι.
Την ίδια στιγμή οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη άλλων αναγκών του Ιδρύματος πέραν των αυτών που αφορούν τους ΕΛΚΕ. Αυτό προκύπτει ως αποτέλεσμα της μη τροποποίησης της Κοινής Υπουργικής Απόφασης του Υπουργείου Παιδείας και του Υπουργείου Οικονομικών (ΚΥΑ 679/76), όπως είχε προταθεί από τα Ιδρύματα. Συνεπώς, οι συμβάσεις που μέχρι τώρα συνάπτονταν μέσω των κονδυλίων των ΕΛΚΕ, για την κάλυψη ιδιαίτερων αναγκών κάθε ιδρύματος , δεν μπορούν να ανανεωθούν ούτε να επαναπροκηρυχθούν, για θέσεις μη ερευνητικού προσωπικού. Σε αυτήν την περίπτωση ανήκουν οι συμβάσεις των εργαζομένων στο Τμήμα Συντήρησης της Τεχνικής Υπηρεσίας.
Ταυτόχρονα, το προεδρικό διάταγμα 164/2004, που εξέδωσε ο υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Π. Παυλόπουλος ως λύση στο πρόβλημα των χιλιάδων συμβασιούχων, απαγορεύει ρητά την αυτόματη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου είτε εξαρτημένης εργασίας είτε έργου, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με το διάταγμα, όλες οι συμβάσεις εργαζομένων χρονικής διάρκειας ίσης ή μεγαλύτερης των 2 συνεχόμενων ετών, που κρίθηκαν από το ΑΣΕΠ ότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες μέχρι και το 2004, μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου. Όμως δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για εκείνους που την συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν είχαν συμπληρώσει διετία, αλλά τώρα πλέον έχουν, καθώς και για όσους προσλήφθηκαν την τετραετία που ακολούθησε. Δεν θα πρέπει να κριθούν και εκείνοι για το αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, και να προχωρήσει η διαδικασία ώστε να γίνουν αορίστου χρόνου;
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι, η ευρωπαϊκή νομοθεσία με την οποία υποτίθεται ότι εναρμονίζεται το διάταγμα, θεωρεί δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να κριθούν μετά την πάροδο της διετίας ή την ολοκλήρωση του έργου που εκτελούν και να απολυθούν μόνο στην περίπτωση που δεν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Ωστόσο στα ελληνικά δεδομένα εφαρμόζεται μόνο το σκέλος της απόλυσης. Για αυτό άλλωστε ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων έχει προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, του οποίου η απόφαση αναμένεται αρχές Ιανουαρίου 2009.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει σήμερα το καθεστώς εργασίας των συμβασιούχων υπαλλήλων είναι εξαιρετικά δυσχερές. Τα περιθώρια αυτονομίας των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων στην διαχείριση του προβλήματος είναι περιορισμένα και όσο κι αν οι ανάγκες το επιτάσσουν δεν υπάρχουν πολλές δυνατότητες αντίδρασης από τα ιδρύματα. Ωστόσο το ενδεχόμενο της δυσλειτουργίας και της υποβάθμισης των υπηρεσιών είναι άμεσα ορατό και προκύπτει το ερώτημα πως μπορούμε να συζητάμε σήμερα για πραγματική ανάπτυξη και αναβάθμιση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων όταν δεν έχει εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των δράσεων που υλοποιήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια;
Από την άλλη μεριά, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα όπλο για να διασφαλίσουν την θέση τους. Μετά από 2, 4 ή ακόμα και πάνω από 6 χρόνια εργασίας στο ίδιο αντικείμενο, η αναγκαιότητα παραμονής τους στις θέσεις που στελεχώνουν είναι παραπάνω από προφανής. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι οι υπάλληλοι αυτοί έχουν κριθεί εξαιρετικά εργατικοί, αφοσιωμένοι και πρόθυμοι στα καθήκοντά τους, έχοντας αναπτύξει την απαραίτητη εμπειρία και άριστες σχέσεις με το υπόλοιπο προσωπικό, όπως αναφέρεται στις εισηγήσεις των προϊσταμένων. Αν οι υπηρεσίες, και κατ’ επέκταση τα ιδρύματα κρίνουν θετική και απαραίτητη την παραμονή τους, γιατί να μην υπάρχει μια διαδικασία που να την διασφαλίζει;
Είναι σημαντικό, όλη η κοινότητα του Πολυτεχνείου Κρήτης να γνωρίζει την παραπάνω κατάσταση. Στην διάρκεια του 2008 από το Πολυτεχνείο Κρήτης θα απομακρυνθούν συνολικά 38 εργαζόμενοι και ακόμα και αν οι χειρισμοί της Διοίκησης του Ιδρύματος επιτύχουν την επαναπροκήρυξη κάποιων από τις θέσεις που θα κενωθούν, το πρόβλημα στην ουσία του παραμένει, θα προκύπτει και θα εντείνεται διαρκώς. Οι υπηρεσίες θα εκπαιδεύουν εργαζομένους οι οποίοι ακριβώς την στιγμή που θα είναι σε θέση να προσφέρουν τα μέγιστα στην υπηρεσία τους θα πρέπει να φύγουν.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι σήμερα η εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων, η αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και η στήριξη της ερευνητικής δραστηριότητας που συντελούνται σε αυτά είναι κάτι παραπάνω από ζητούμενο, καθώς επιχειρείται η εξομοίωση του δημοσίου πανεπιστημίου με τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών ενώ η κρατική χρηματοδότηση δεν επαρκεί για να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποδυνάμωση σε επίπεδο προσωπικού είναι άλλο ένα βήμα στην κατεύθυνση της υποβάθμισής του Δημοσίου Πανεπιστημίου.
Με το παρόν ψήφισμα, θέτουμε υπ’ όψιν της Συγκλήτου του Ιδρύματος, την παραπάνω κατάσταση και ζητάμε:

Ø Να προωθηθεί, με πρωτοβουλία της Διοίκησης του Ιδρύματος, οριστική λύση στο πρόβλημα των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες στο Πολυτεχνείο Κρήτης.
Ø Σαν προσωρινή λύση, να δοθεί η δυνατότητα επαναπρόσληψης σε όσους απολύθηκαν κατά την διάρκεια της χρονιάς ή θα απολυθούν στο προσεχές μέλλον. Να γίνει επαναπροκήρυξη των θέσεων στις οποίες εργάζονται λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα εξειδικευμένα προσόντα που απαιτούν οι θέσεις αυτές, χωρίς να υποβαθμιστεί το καθεστώς εργασίας τους.


Η Πρόεδρος Η Γραμματέας

Παπαδάκη Ευαγγελία Ζωή Καστελιανού

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ


Φως για 70.000 συμβασιούχους


Νέες ελπίδες μονιμοποίησης με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου


Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΠΙΚΑΤΖΙΚ


Ορθάνοιχτο παραμένει το «παράθυρο» για τη μονιμοποίηση χιλιάδων συμβασιούχων βάσει των προτάσεων της γενικής εισαγγελέως του Ευρωδικαστηρίου, οι οποίες ανακοινώνονται την Πέμπτη. Ανοίγει έτσι ένας νέος κύκλος συζητήσεων, αλλά δημιουργούνται και νέες προσδοκίες σε όσους έχουν εργαστεί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και μέχρι σήμερα δεν θεμελιώνουν δικαίωμα μονιμοποίησης λόγω της τρίμηνης διακοπής στη σχέση εργασίας.


Θετικές για όσους κάλυπταν πάγιες ανάγκες του Δημοσίου είναι οι εισηγήσεις της γενικής εισαγγελέως.
*Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ.Ε.», η εισαγγελέας Τζούλιαν Κόκοτ αναζητεί τρόπο ώστε και το κοινοτικό δίκαιο να εφαρμοστεί, και να μην προκληθεί ανεξέλεγκτη εισροή στον ήδη υπερπλήρη δημόσιο τομέα, επιβαρύνοντας τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών, σε μια κρίσιμη συγκυρία.

*Οι προτάσεις της Γερμανίδας Τζούλιαν Κόκοτ αναμένεται να είναι θετικές για τους συμβασιούχους του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, «αρκεί να μπορούν, με αδιαμφισβήτητα μέσα και τρόπους, να βεβαιώσουν ότι εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες». Με άλλα λόγια, να αποδείξουν ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας υπεγράφησαν επειδή έπρεπε «να καλυφθούν οργανικές κενές θέσεις στη δημόσια διοίκηση ή σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (σε νομαρχίες, δήμους, κοινότητες κ.λπ.)».

*Εάν υιοθετηθεί αυτή η προσέγγιση και στην τελεσίδικη απόφαση των ευρωδικαστών, η οποία θα δημοσιοποιηθεί το β' εξάμηνο του 2009, τότε εκτιμάται ότι περίπου 70.000 συμβασιούχοι θα μπορούν να διεκδικήσουν μία θέση, καθώς θα έχουν απασχοληθεί στον ίδιο εργοδότη (Δημόσιο) το εικοσιτετράμηνο που προβλέπει το π.δ. Παυλόπουλου καλύπτοντας «πάγιες ανάγκες». Γιατί θα προκύπτει ότι οι ρυθμίσεις του υπουργείου Δημ. Διοίκησης δεν ήταν συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο.


Η Τζούλιαν Κόκοτ, γενική εισαγγελέας του Ευρωδικαστηρίου.
Χιλιάδες προσφυγές

Ο αριθμός όσων θα διεκδικήσουν μία θέση στο Δημόσιο μπορεί να εκτιναχθεί στα ύψη, εάν συνυπολογίσει κανείς όσους είχαν εργαστεί επί χρόνια με συμβάσεις, αλλά αποκλείστηκαν με την εφαρμογή του νόμου Παυλόπουλου το 2004. (σ.σ.: Ως πρώτη σύμβαση ορίστηκε εκείνη που υπεγράφη τρεις μήνες πριν από την κύρωση του προεδρικού διατάγματος, ανεξαρτήτως από το εάν στο παρελθόν είχαν υπογραφεί και άλλες).

*Υπολογίζεται ότι, κάθε χρόνο, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα απασχολούνται περίπου 150.000 και μόνο 35.000 προσλαμβάνονται μέσω του ΑΣΕΠ επειδή πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου.

Οι υπόλοιποι, μήνα με τον μήνα, απλώς υπομένουν την εργασιακή αβεβαιότητα και αναμένουν μια πιθανή δικαίωσή τους από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

Εκτιμάται ότι 10.000 συμβασιούχοι έχουν προσφύγει στα δικαστήρια προκειμένου να τους αναγνωριστεί ότι κάλυπταν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες». Δεκάδες είναι και οι αποφάσεις που τους δικαιώνουν, ενώ, συχνά, τα ελληνικά δικαστήρια ζητούν... χείρα βοηθείας από το Ευρωδικαστήριο πριν γνωμοδοτήσουν.

*Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι κι εκείνη για την οποία θα γνωμοδοτήσει την Πέμπτη η γενική εισαγγελέας. Τα προδικαστικά ερωτήματα εστάλησαν από το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου, στο οποίο προσέφυγαν 14 εργαζόμενοι στη Νομαρχία Ρεθύμνου και στον Δήμο Γεροποτάμου. Ολοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου μερικής απασχόλησης, από το 2003 έως το 2006. Οι ενάγοντες εκτιμούν ότι κάλυπταν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» και ζητούν μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου.

Ο νόμος του 1920

Το πρωτοδικείο Ρεθύμνου, μεταξύ άλλων, ρώτησε τους ευρωδικαστές εάν οι διατάξεις του π.δ. 164/2004 (Παυλόπουλου) προσφέρουν αποτελεσματική προστασία των εργαζομένων συμβασιούχων, βάσει και των όσων θεσπίζει η κοινοτική οδηγία 1999/70.

Οι προσφεύγοντες επικαλούνται και έναν νόμο του 1920 (ν. 2112), καθώς θεωρούν ότι παρέχει υψηλότερο επίπεδο προστασίας (εργασιακά δικαιώματα κ.λπ.). Υποστηρίζουν ότι «εάν ισχύει αυτός ο νόμος, τότε, τίθεται θέμα εφαρμογής του μεταγενέστερου (νόμος Παυλόπουλου)».

*Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, πριν από λίγες ημέρες, η κυβέρνηση υπεραμύνθηκε του ελληνικού νόμου, ενώ η Κομισιόν αποδέχθηκε ότι ο συγκεκριμένος νόμος έλυσε, κατά κάποιον τρόπο, το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί, αλλά θεωρεί σύννομη με το κοινοτικό δίκαιο την ταυτόχρονη εφαρμογή του π.δ. Παυλόπουλου και του νόμου του 1920. «Ντρίμπλα» που ίσως περιπλέξει τα πράγματα όταν θα εκδοθεί η απόφαση, δίνοντας επιχείρημα στην ελληνική κυβέρνηση να μην την εφαρμόσει άμεσα.

*Η ελληνική υπόθεση ενδιαφέρει πάντως και άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Η Ιταλία, για παράδειγμα, παρακολουθεί στενά την ελληνική υπόθεση από την πρώτη στιγμή και έχει ασκήσει δικαίωμα παράστασης στην εκδίκασή της. Εχει καταθέσει, μάλιστα, και προτάσεις οι οποίες συγκλίνουν με εκείνες της ελληνικής κυβέρνησης.

*«Ανεξάρτητα από την έκβαση της υπόθεσης», σχολιάζει ο καθηγητής Εργατικού Δικαίου Αλ. Μητρόπουλος, «πρέπει να εξευρεθεί πάση θυσία νομική-πολιτική λύση για το θέμα. Είναι ευθύνη των πολιτικών να σταματήσουν οι δημόσιες υπηρεσίες να χρησιμοποιούν φθηνό εργατικό προσωπικό νέων μας για να καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες» καταλήγει.